ἀφώτιστος — dark masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφώτιστος — η, ο (AM ἀφώτιστος, ον) 1. αυτός που δεν είναι φωτισμένος, ο σκοτεινός, ο αφεγγής 2. αδιαφώτιστος, απληροφόρητος 3. αβάφτιστος … Dictionary of Greek
ἀφώτιστον — ἀφώτιστος dark masc/fem acc sg ἀφώτιστος dark neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφωτίστοιο — ἀφώτιστος dark masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφωτίστοις — ἀφώτιστος dark masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφωτίστοισι — ἀφώτιστος dark masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφωτίστου — ἀφώτιστος dark masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφωτίστους — ἀφώτιστος dark masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφωτίστων — ἀφώτιστος dark masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφωτίστῳ — ἀφώτιστος dark masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)